ενεχυρόγραφο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενεχυρόγραφο τα ενεχυρόγραφα
      γενική του ενεχυρογράφου
ενεχυρόγραφου
των ενεχυρογράφων
    αιτιατική το ενεχυρόγραφο τα ενεχυρόγραφα
     κλητική ενεχυρόγραφο ενεχυρόγραφα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενεχυρόγραφο < ενέχυρο + έγγραφο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ενεχυρόγραφο ουδέτερο

  • (νομικός όρος), (οικονομία): έγγραφος τίτλος με τον οποίο και αποδεικνύεται η αποθήκευση εμπορευμάτων στις γενικές αποθήκες του κράτους.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]