εντυποθήκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντυποθήκη οι εντυποθήκες
      γενική της εντυποθήκης των εντυποθηκών
    αιτιατική την εντυποθήκη τις εντυποθήκες
     κλητική εντυποθήκη εντυποθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εντυποθήκη < εντυπ(ο) + -ο- + -θήκη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εντυποθήκη θηλυκό

  • θήκη για τοποθέτηση εντύπων / προθήκη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]