εξαλίευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξαλίευση | οι | εξαλιεύσεις |
γενική | της | εξαλίευσης* | των | εξαλιεύσεων |
αιτιατική | την | εξαλίευση | τις | εξαλιεύσεις |
κλητική | εξαλίευση | εξαλιεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαλιεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξαλίευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξαλιεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξαλίευση
|