εξοδούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξοδούχος αρσενικό
- στρατιώτης που έχει λάβει άδεια εξόδου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξοδούχος
|