εξωλογικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξωλογικά < εξωλογικ(ός) + -ά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.kso.lo.ʝiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξω‐λο‐γι‐κά
Επίρρημα[επεξεργασία]
εξωλογικά [1] (τροπικό επίρρημα)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Συγκρίνετε με το μεσαιωνικό ἐξωλογίς (αποφασιστικά, παράτολμα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξωλογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εξωλογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (εξωλογικό) του εξωλογικός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ εξωλογικά - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)