εξόριση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξόριση | οι | εξορίσεις |
γενική | της | εξόρισης* | των | εξορίσεων |
αιτιατική | την | εξόριση | τις | εξορίσεις |
κλητική | εξόριση | εξορίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξορίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξόριση < μεσαιωνική ελληνική εξόρισις < εξορίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξόριση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξορίζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξόριση
|