εξώθυρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξώθυρα | οι | εξώθυρες |
γενική | της | εξώθυρας | — | |
αιτιατική | την | εξώθυρα | τις | εξώθυρες |
κλητική | εξώθυρα | εξώθυρες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξώθυρα < εξώ- + θύρα (μεταφραστικό δάνειο από τη νέα ελληνική εξώπορτα)[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξώθυρα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξώθυρα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εξώθυρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εξώ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα νέα ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νέα ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)