επ' αγκύρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επ' αγκύρα < (καθαρεύουσα ) ἐπί, ἀγκύρᾳ (δοτική ενικού του ἄγκυρα) → δείτε τις λέξεις επί και άγκυρα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

επ' αγκύρα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]