επ' αγκύρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επ' αγκύρα < (καθαρεύουσα ) ἐπί, ἀγκύρᾳ (δοτική ενικού του ἄγκυρα) → δείτε τις λέξεις επί και άγκυρα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
[επεξεργασία]επ' αγκύρα
- (ναυτικός όρος, λόγιο) σε αγκυροβολία, αγκυροβολημένος
- ⮡ τα περιθώρια ασφαλείας για στροφή πλοίου επ΄ αγκύρα θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη υπολογίζοντας το μήκος της καδένας
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)