επαγωγισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επαγωγισμός οι επαγωγισμοί
      γενική του επαγωγισμού των επαγωγισμών
    αιτιατική τον επαγωγισμό τους επαγωγισμούς
     κλητική επαγωγισμέ επαγωγισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επαγωγισμός αρσενικό

  1. μεταφυσική τεκμηρίωση βάση πεποίθησης (συνήθως θρησκευτικής)
  2. η ερμηνεία (βάση) και η προσαρμογή των δεδομένων στην περί θείου αντίληψη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]