επαναεριοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαναεριοποίηση | οι | επαναεριοποιήσεις |
γενική | της | επαναεριοποίησης* | των | επαναεριοποιήσεων |
αιτιατική | την | επαναεριοποίηση | τις | επαναεριοποιήσεις |
κλητική | επαναεριοποίηση | επαναεριοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαναεριοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επαναεριοποίηση < επαν- + αεριοποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική regasification)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επαναεριοποίηση θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαναεριοποίηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επαν- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)