επαναεριοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαναεριοποίηση οι επαναεριοποιήσεις
      γενική της επαναεριοποίησης* των επαναεριοποιήσεων
    αιτιατική την επαναεριοποίηση τις επαναεριοποιήσεις
     κλητική επαναεριοποίηση επαναεριοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαναεριοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επαναεριοποίηση < επαν- + αεριοποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική regasification)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επαναεριοποίηση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]