επαρχοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαρχοποίηση | οι | επαρχοποιήσεις |
γενική | της | επαρχοποίησης* | των | επαρχοποιήσεων |
αιτιατική | την | επαρχοποίηση | τις | επαρχοποιήσεις |
κλητική | επαρχοποίηση | επαρχοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαρχοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επαρχοποίηση θηλυκό
- (ιστορία) η μετατροπή κάποιας περιοχής σε επαρχία με διοικητή έπαρχο
- ※ Ίσως επίσης πρέπει να θεωρηθεί ως μια απόπειρα των ελληνικών πόλεων να αντιδράσουν στην επαρχοποίηση της Ελλάδος. (Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. Ϛʹ: Ελληνισμός και Ρώμη, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1973, ISBN 978-960-213-102-2, σελ. 140)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαρχοποίηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίηση (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)