επιδιδυμίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδιδυμίτιδα < επιδιδυμίδα + -ίτιδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιδιδυμίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) φλεγμονή της επιδιδυμίδας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιδιδυμίτιδα