επισκέπτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επισκέπτρια < επισκέπτης + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επισκέπτρια θηλυκό
- θηλυκό του επισκέπτης
επισκέπτρια θηλυκό