ερασιτέχνισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερασιτέχνισσα < ερασιτέχνης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ερασιτέχνισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ερασιτέχνης