ερμάτισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερμάτισμα < ερματίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ερμάτισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, νεολογισμός) η τοποθέτηση έρματος (συνήθως αναφέρεται σε φελλούς για το ψάρεμα)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ερμάτισμα
|