εσωτερικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εσωτερικοποίηση | οι | εσωτερικοποιήσεις |
γενική | της | εσωτερικοποίησης* | των | εσωτερικοποιήσεων |
αιτιατική | την | εσωτερικοποίηση | τις | εσωτερικοποιήσεις |
κλητική | εσωτερικοποίηση | εσωτερικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εσωτερικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εσωτερικοποίηση < εσωτερικοποιώ + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εσωτερικοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εσωτερικοποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εσωτερικοποίηση