ετεροφωνία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετεροφωνία οι ετεροφωνίες
      γενική της ετεροφωνίας των ετεροφωνιών
    αιτιατική την ετεροφωνία τις ετεροφωνίες
     κλητική ετεροφωνία ετεροφωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ετεροφωνία < ετερο- + -φωνία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ετεροφωνία θηλυκό

  • τεχνική εμπλουτισμού μιας βασικής μελωδικής ιδέας, όταν αυτή συγχρόνως εκτελείται από πολλούς εκτελεστές με μικροδιαφοροποιήσεις από τον καθένα, ενώ ο παρατηρητής αισθάνεται ότι δεσπόζει η βασική μελωδική ιδέα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]