ευαναγνωσιμότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευαναγνωσιμότητα < ευ- + αναγνωσιμότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική readability)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευαναγνωσιμότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) η ευκολία κατανόησης ή καλύτερης προσέγγισης ενός γραπτού ή προφορικού κειμένου και η αρτιότερη παρουσίαση που συμβάλλει σ’ αυτή την ευκολία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- readability στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευαναγνωσιμότητα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)