ευρωεταίρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευρωεταίρος οι ευρωεταίροι
      γενική του ευρωεταίρου των ευρωεταίρων
    αιτιατική τον ευρωεταίρο τους ευρωεταίρους
     κλητική ευρωεταίρε ευρωεταίροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευρωεταίρος < ευρω- (<Ευρώπη) + εταίρος ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) europartner)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ευρωεταίρος αρσενικό

  • (νεολογισμός) ο εταίρος στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή γενικότερα της Ευρώπης
    Το γεγονός είναι ότι από το αποκαλούμενο πακέτο σωτηρίας των ευρωεταίρων προέκυψαν συνολικά έξι πακέτα λιτότητας των κυβερνήσεων, υψηλότεροι μαζικοί φόροι, χαμηλότεροι μισθοί και συντάξεις καθώς και μια σοβαρή άνοδος της ανεργίας. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]