ευφλογιστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευφλογιστία < ευφλόγιστος + -ία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ευφλογιστία θηλυκό
- η ιδιότητα του ευφλόγιστου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευφλογιστία
|