ζιγκλεράκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζιγκλεράκι τα ζιγκλεράκια
      γενική
    αιτιατική το ζιγκλεράκι τα ζιγκλεράκια
     κλητική ζιγκλεράκι ζιγκλεράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζιγκλεράκι < υποκοριστικό του ζιγκλέρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζιγκλεράκι ουδέτερο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • σπάνια χρησιμοποιείται με σμικρυντική σημασία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]