ηλεκτροματσάκονο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλεκτροματσάκονο < (ηλεκτρικό) ηλεκτρο- + ματσακόν(ι) + -ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλεκτροματσάκονο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) επαναληπτικό κρουστικό εργαλείο η άκρη του οποίου καταλήγει σε ματσακόνι που λειτουργεί με παροχή ηλεκτρικού ρεύματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτροματσάκονο
|