ηλεκτροσυγκόλληση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλεκτροσυγκόλληση < ηλεκτρο- + συγκόλληση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλεκτροσυγκόλληση θηλυκό
- η συγκόλληση δύο μεταλλικών αντικειμένων με χρήση μιας συσκευής η οποία δουλεύει με ηλεκτρικό ρεύμα και αυξάνοντας τη θερμοκρασία προκαλεί τοπική τήξη των μετάλλων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτροσυγκόλληση