ηλεκτροσυστολή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλεκτροσυστολή οι ηλεκτροσυστολές
      γενική της ηλεκτροσυστολής των ηλεκτροσυστολών
    αιτιατική την ηλεκτροσυστολή τις ηλεκτροσυστολές
     κλητική ηλεκτροσυστολή ηλεκτροσυστολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηλεκτροσυστολή < ηλεκτρο- + συστολή / electrostriction

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηλεκτροσυστολή θηλυκό

  • το ηλεκτρομηχανικό φαινόμενο της αλλαγής των διαστάσεων και του σχήματος ενός διηλεκτρικού κρυσταλλικού υλικού ως αποτέλεσμα του επαναπροσανατολισμού των πολικών του μορίων, όταν αυτό τοποθετηθεί σε ηλεκτρικό πεδίο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]