ημέρωμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ημέρωμα < ημερώνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ημέρωμα ουδέτερο
- η τιθάσευση, η εξημέρωση
- ο εκπολιτισμός
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ημέρωμα
|