ημεροσκόπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ημεροσκόπος οι ημεροσκόποι
      γενική του/της ημεροσκόπου των ημεροσκόπων
    αιτιατική τον/την ημεροσκόπο τους/τις ημεροσκόπους
     κλητική ημεροσκόπε ημεροσκόποι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημεροσκόπος < ημέρα + σκοπός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ημεροσκόπος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]