ινδή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ινδή | οι | ινδές |
γενική | της | ινδής | των | ινδών |
αιτιατική | την | ινδή | τις | ινδές |
κλητική | ινδή | ινδές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ινδή θηλυκό
- (επιθετική λειτουργία) η Ινδή, θηλυκό του ινδός