ισάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἰσάζω < ἴσος. → δείτε και τη λέξη ισιάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈsa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ισάζω, στ.μέλλ.: θα ισάσω, αόρ.: ίσασα, παθ.φωνή: ισάζομαι, π.αόρ.: ισάστηκα, μτχ.π.π.: ισασμένος ή χωρίς παθητική φωνή[1]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Δείτε και την κλίση στο ισιάζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]