ισοζύγιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ισοζύγιση[1] θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ισοζυγίζω
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοζύγιση