κέρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κέρωμα τα κερώματα
      γενική του κερώματος των κερωμάτων
    αιτιατική το κέρωμα τα κερώματα
     κλητική κέρωμα κερώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κέρωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κέρωμα ουδέτερο

  1. η επάλειψη μιας επιφάνειας με κερί ή ουσία που περιέχει κερί για προστασία
    πήγα το αυτοκίνητο για πλύσιμο και μου πρόσφεραν δωρεάν το κέρωμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]