κακοχωνεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακοχωνεύω < κακο- + χωνεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

κακοχωνεύω (παθητική φωνή κακοχωνεύομαι)

  1. (κυριολεκτικά) δεν χωνεύω καλά (κάποια τροφή), έχω δυσπεψία
  2. (μεταφορικά) δεν αφομοιώνω καλά

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]