καλαμπακιώτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καλαμπακιώτης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλαμπακιώτης οι καλαμπακιώτες
      γενική του καλαμπακιώτη των καλαμπακιωτών
    αιτιατική τον καλαμπακιώτη τους καλαμπακιώτες
     κλητική καλαμπακιώτη καλαμπακιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καλαμπακιώτης αρσενικό (θηλυκό καλαμπακιώτισσα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]