καλαμπακιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλαμπακιώτης αρσενικό (θηλυκό καλαμπακιώτισσα)
- (επιθετική λειτουργία) ο Καλαμπακιώτης
- ο καλαμπακιώτης δήμαρχος συνόδευσε το γάλλο και τον έλληνα πρόεδρο στην επίσκεψή τους στα Μετέωρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καλαμπακιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Καλαμπάκα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλαμπακιώτης
|