καλτσοβιομηχανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλτσοβιομηχανία < κάλτσα + βιομηχανία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλτσοβιομηχανία θηλυκό
- βιομηχανία κατασκευής καλτσών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλτσοβιομηχανία
|