καναρινί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καναρινί < καναρίν(ι) + -ί
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.na.ɾiˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐να‐ρι‐νί
- τονικό παρώνυμο: καναρίνι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καναρινί ουδέτερο άκλιτο
- (χρώμα) το κίτρινο χρώμα ενός καναρινιού
καναρινί (χρώμα):
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
καναρινί άκλιτο
- άκλιτος τύπος του καναρινής για όλα τα γένη
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη καναρίνι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη παπαγαλί
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καναρινί
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Χρώματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)