κανελόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κανελόνι | τα | κανελόνια |
γενική | του | κανελονιού | των | κανελονιών |
αιτιατική | το | κανελόνι | τα | κανελόνια |
κλητική | κανελόνι | κανελόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κανελόνι < ιταλική cannelloni
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κανελόνι ουδέτερο, πληθυντικός κανελόνια
- είδος ζυμαρικού από ανοιγμένη ζύμη σε φύλλο, κομμένη και τυλιγμένη στη συνέχεια σε ρολό.
- τα κανελόνια, (στον πληθυντικό) αποτελούν πιάτο φαγητού χαρακτηριζόμενο ανάλογα από τον τρόπο μαγειρέματος ή από το είδος της γέμισης που φέρουν.
- τα κανελόνια ανήκουν στα γεμιστά ζυμαρικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κανελόνι
|