κανταφιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κανταφιστής < κανταφισμός + -ιστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κανταφιστής αρσενικό, θηλυκό κανταφίστρια
- (πολιτική): ο οπαδός του κανταφισμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κανταφιστής
|