καντηλίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καντηλίτσα οι καντηλίτσες
      γενική της καντηλίτσας
    αιτιατική την καντηλίτσα τις καντηλίτσες
     κλητική καντηλίτσα καντηλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καντηλίτσα < λείπει η ετυμολογία
μία καντηλίτσα (1)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καντηλίτσα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]