καντηλίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καντηλίτσα | οι | καντηλίτσες |
γενική | της | καντηλίτσας | — | |
αιτιατική | την | καντηλίτσα | τις | καντηλίτσες |
κλητική | καντηλίτσα | καντηλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καντηλίτσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καντηλίτσα θηλυκό
- είδος κόμπου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καντηλίτσα
|