καρβουνιέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρβουνιέρα οι καρβουνιέρες
      γενική της καρβουνιέρας
    αιτιατική την καρβουνιέρα τις καρβουνιέρες
     κλητική καρβουνιέρα καρβουνιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρβουνιέρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρβουνιέρα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) μαούνα ή μικρό σκάφος που μεταφέρει κάρβουνα
  2. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός, παρωχημένο) η γαιανθρακαποθήκη (καρβουναποθήκη) ατμοπλοίου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)