καρκαλέτσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρκαλέτσος < (άμεσο δάνειο) αλβανική karkalec + -ος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρκαλέτσος ουδέτερο
- άλλη μορφή του καρκαλέτσι
Συγγενικά
[επεξεργασία]επώνυμα:
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .