κατάβαθα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
κατάβαθα
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κατάβαθα | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | τα | κατάβαθα | ||
κλητική | κατάβαθα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατάβαθα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που βρίσκονται πάρα πολύ βαθιά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατάβαθα
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα κατά- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)