καταδημαγώγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταδημαγώγηση | οι | καταδημαγωγήσεις |
γενική | της | καταδημαγώγησης* | των | καταδημαγωγήσεων |
αιτιατική | την | καταδημαγώγηση | τις | καταδημαγωγήσεις |
κλητική | καταδημαγώγηση | καταδημαγωγήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταδημαγωγήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταδημαγώγηση < καταδημαγωγώ + -σις / -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταδημαγώγηση θηλυκό
- η ενέργεια του καταδημαγωγώ, η ακραία δημαγωγία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταδημαγώγηση
|