καταθλιπτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταθλιπτικότητα < καταθλιπτικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταθλιπτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του καταθλιπτικού, το να είναι κάποιος καταθλιπτικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταθλιπτικότητα
|