καταθλιπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταθλιπτικός < (καταθλίβω) καταθλιπ- + -τικός
- για την ψυχιατρική < απόδοση για τη γαλλική oppressif
Επίθετο
[επεξεργασία]καταθλιπτικός
- (τεχνολογία) σχετικός με κατάθλιψη, που χρησιμοποιεί πίεση ή συμπίεση
- ⮡ καταθλιπτική αντλία, καταθλιπτικός αγωγός
- (ψυχιατρική) που πάσχει από κατάθλιψη
- ⮡ καταθλιπτικός ασθενής
- που προκαλεί μελαγχολικά-αρνητικά συναισθήματα
- ⮡ καταθλιπτικός πίνακας
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταθλιπτικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)