κβάντιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κβάντιση | οι | κβαντίσεις |
γενική | της | κβάντισης | των | κβαντίσεων |
αιτιατική | την | κβάντιση | τις | κβαντίσεις |
κλητική | κβάντιση | κβαντίσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κβάντιση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κβάντιση θηλυκό
- η κβάντωση