Μετάβαση στο περιεχόμενο

κελάρισσα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κελάρισσα οι κελάρισσες
      γενική της κελάρισσας των κελαρισσών
    αιτιατική την κελάρισσα τις κελάρισσες
     κλητική κελάρισσα κελάρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κελάρισσα[1] < κελάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κελάρισσα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  1. Η γραφή με ένα λ κατά ορθογραφική απλοποίηση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]