κεμαλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεμαλισμός < (ανθρωπωνύμιο) Κεμάλ Ατατουρκ + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεμαλισμός αρσενικό
κεμαλισμός αρσενικό