κεχαγιάδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | κεχαγιάδικος | κεχαγιάδικοι |
γενική | κεχαγιάδικου | κεχαγιάδικων |
αιτιατική | κεχαγιάδικο | κεχαγιάδικους |
κλητική | κεχαγιάδικε | κεχαγιάδικοι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεχαγιάδικος < κεχαγιά(ς) + -άδικος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεχαγιάδικος αρσενικό
- παραδοσιακός χορός από το νησί της Λήμνου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κεχαγιάδικος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεχαγιάδικος