κιβδηλεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιβδηλεία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιβδηλεία θηλυκό
- Η νόθευση ή παραποίηση ή παραχάραξη μεταλλικού νομίσματος (κέρματος)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιβδηλεία