κιοφτέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κιοφτέρι | τα | κιοφτέρια |
γενική | του | κιοφτεριού | των | κιοφτεριών |
αιτιατική | το | κιοφτέρι | τα | κιοφτέρια |
κλητική | κιοφτέρι | κιοφτέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιοφτέρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιοφτέρι ουδέτερο, συχνά στον πληθυντικό: κιοφτέρια
- (γαστρονομία) ελληνικό και κυπριακό έδεσμα από αποξηραμένη μουσταλευριά, συνήθως σε σχήμα λεπτού τετραγώνου ή ορθογώνιου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιοφτέρι
|