κιρσορραγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κιρσορραγία οι κιρσορραγίες
      γενική της κιρσορραγίας των κιρσορραγιών
    αιτιατική την κιρσορραγία τις κιρσορραγίες
     κλητική κιρσορραγία κιρσορραγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κιρσορραγία < κιρσ(ός) + -ο- + -ρραγία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κιρσορραγία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]